- ράμφος
- Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα· χρησιμεύει επίσης και για την κατασκευή της φωλιάς, για το τρύπημα των κορμών των δέντρων και, σπανιότερα, ως βοηθητικό αναρριχητικό μέσο. Το ρ. έχει ποικίλο σχήμα, μήκος και αντοχή: μπορεί να είναι ίσο και κωνικό, όπως στα στρουθοειδή, ή παχύ και κεκαμμένο προς τα κάτω, όπως στα αρπακτικά, ή να έχει σχήμα σπάτουλας, κουταλιού κλπ. Στο επάνω μέρος του ρ. ανοίγονται τα ρουθούνια, ενώ από κάτω υπάρχει μια μεμβράνη, μερικές φορές μάλλον σκληρή, ή ένα είδος θυλάκου, όπως στον πελεκάνο.
Το σχήμα και η δομή του ρ. έχουν μεγάλη σημασία για την ταξινόμηση των πουλιών. Στα πρώτα απολιθωμένα πουλιά, που χρονολογούνται από το μεσοζωικό (αρχαιόρνιθες), το ρ. ήταν εφοδιασμένο με κωνικά δόντια, χωμένα σε φατνία. Σχήμα και δομή στόματος, παρόμοια με ρ. πουλιών, απαντώνται και σε μερικά θηλαστικά, ερπετά και ψάρια. Ρύγχος όμοιο με ρ. έχουν τα μονοτρήματα θηλαστικά (έχιδνα και ορνιθόρρυγχος). Οι χελώνες έχουν γνάθους χωρίς δόντια και επενδεδυμένες από μια ισχυρή κεράτινη θήκη με κοφτερά ή οδοντωτά άκρα, με τα οποία μπορούν να δαγκώνουν. Γνάθους με σχήμα ρ. έχουν επίσης και τα κεφαλόποδα μαλάκια, όπως η σουπιά και το καλαμάρι.
Πράσινος δρυοκολάπτης.
Θαλάσσιος αετός.
Κοκκοθραύστης ο κοινός.
Μυκτηρίας της Σενεγάλης.
Νουμήνιος.
Μια μορφή ράμφους φέρουν και οι χελώνες, των οποίων οι γνάθοι δεν έχουν δόντια και είναι επενδυμένες με μια ισχυρή κεράτινη θήκη.
Κερατόγυμνος η εξέχουσα.
* * *το / ῥάμφος, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ῥέμφος Ακεράτινο όργανο τών πτηνών, τών χελωνών και τών γυρίνων τών άνουρων αμφιβίων, το οποίο καλύπτει τις χόνδρινες ή οστέινες γνάθους και αναπληρώνει την έλλειψη τών δοντιώννεοελλ.1. καθετί που μοιάζει στο σχήμα με ράμφος πουλιού, όπως λ.χ. το δόντι τής άγκυρας, η προσωμίδα τού όπλου, η κάτω οξεία γωνία τού κοντακίου2. κάθε συλληπτήριο περιστοματικό όργανο που θυμίζει ράμφος πτηνών, όπως είναι λ.χ. τα στοματικά μόρια τών κολεόπτερων εντόμων3. τεχνολ. το μπεκ4. φρ. «ράμφος μόλυνσης»(φυτοπαθ.) σφηνοειδής σχηματισμός που προκύπτει από την εναπόθεση λιγνίνης και κυτταρίνης γύρω από την υφή μόλυνσης που διαπερνά το τοίχωμα ενός ζωντανού κυττάρου τού ξενιστήαρχ.αστρον. αστέρας ανάμεσα στους αστερισμούς τού Κόρακος και τού Αετού.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, αβέβαιης ετυμολ. Η λ. θα μπορούσε πιθ. να έχει σχηματιστεί από τη ρίζα τού επιθ. ῥαιβός* «κυρτός, καμπύλος», με έρρινο ένθημα -μ-, το οποίο απαντά και σε άλλους τ. ανάλογης σημ. (πρβλ. γνά-μ-πτω, κά-μ-πτω, κρά-μ-βος). Ἐχει προταθεί, επίσης, η αναγωγή τής λ. ῥάμφος / ῥέμφος στη ρίζα τού ρ. ῥέμβομαι «περιφέρομαι, περιστρέφομαι» (βλ. λ. ρέμβομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.